Η μάχη της αξιολόγησης στο Δημόσιο: Υπεράσπιση της απεργίας
Γράφει η Κατερίνα Γιαννούλια (μέλος ΔΣ ΠΟΓΕΔΥ)
Η ταξική εμμονή της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας στην υπεράσπιση των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου και η εκπληκτική της προσπάθεια για την υπερδιόγκωση των κερδών του, καθοδηγεί τις επίμονες και μακροχρόνιες προσπάθειές της στη διάλυση οποιασδήποτε μορφής κοινωνικού κράτους.
Προφανώς, το μόνο δημόσιο που της είναι χρήσιμο είναι το δημόσιο χρήμα, που τροφοδοτεί τους κρατικοδίαιτους ιδιώτες επιχειρηματίες-φίλους της.
Για να επιτευχθούν οι επιλογές του ελληνικού κεφαλαίου, τα προσδεδεμένα κόμματα σε αυτό έχουν επιδοθεί σε επανειλημμένες επιθέσεις ενάντια στους δημοσίους υπαλλήλους, όλα τα μνημονιακά χρόνια, με κορύφωση την επίρριψη των ευθυνών της εγκληματικής τραγωδίας στα Τέμπη στους… φερόμενους ως «βαθύ κράτος», εργαζομένους στο Δημόσιο.
Η αξιολόγηση, όπως κατ’ επανάληψη έχουμε γράψει, εμείς και ολόκληρη η συνδικαλιστική αριστερά, έχει στόχο να μετατοπίσει τις ευθύνες της εγκατάλειψης του κοινωνικού κράτους από τις κυβερνήσεις, στους ίδιους τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες.
Επίσης, έχει στόχο να βάλει τους Δ.Υ. να εξυπηρετούν και να δουλεύουν για τα συμφέροντα των ιδιωτών επιχειρηματιών, με εντατικοποίηση, «προσαρμοστικότητα» και χωρίς επιφυλάξεις. Ακριβώς αυτές τις «αρετές» θέλουν να βαθμολογήσουν και να τις εξασφαλίσουν, απαγορεύοντας οποιαδήποτε συλλογικά οργανωμένη αντίδραση και αντίσταση από τα σωματεία, τις Ομοσπονδίες και την ίδια την ΑΔΕΔΥ.
Έτσι εξηγείται η λυσσαλέα επίθεση απέναντι στο συνταγματικά κατοχυρωμένο και στοιχειώδες δικαίωμα των εργαζομένων στην απεργία, σε οποιαδήποτε μορφή απεργίας Ακόμα και στην απεργία-αποχή.
Η μακρόχρονη αντίσταση των δημοσίων υπαλλήλων στην αξιολόγησή τους, σε μία αξιολόγηση η οποία δεν λαμβάνει υπόψη της τις συνθήκες δουλειάς, τις απαράδεκτες έως τραγικές, όπως αποδείχθηκε στην περίπτωση των Τεμπών, έχει αναγκάσει όλες τις τελευταίες κυβερνήσεις να την επαναδιατυπώσουν, χωρίς φυσικά να αλλάζει η ουσιαστική της στόχευση, προσπαθώντας μάλιστα να την… εμπλουτίσουν και να την κάνουν πιο αποτελεσματική, εισάγοντας εκβιασμούς για τη δημιουργία κλίματος μεταξύ των εργαζομένων «διαίρει και βασίλευε», όπως έγινε στην περίπτωση της αξιολόγησης Γεροβασίλη και της τωρινής του Βορίδη.
Είναι τέτοια η κατάσταση των δημοσίων υπηρεσιών από πλευράς υποστελέχωσης, μισθολογικής και εργασιακής απαξίωσης και αφαίρεσης δικαιωμάτων από τους υπαλλήλους, που η όποια αξιολόγηση δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί στα μάτια των εργαζομένων στο Δημόσιο, για αυτό και η κυβέρνηση έχει επιλέξει την πιο ακραία επιθετική αντιμετώπιση, που σημαίνει αφενός εκβιαστικές διατάξεις για την ιεραρχική εξέλιξη των Δ.Υ. και αφετέρου, την απαγόρευση των απεργιακών κινητοποιήσεων, ακόμα και της απεργίας-αποχής από το συγκεκριμένο καθήκον, η οποία προφανώς δεν διαταράσσει την υπόλοιπη, εξουθενωτική για τους εργαζόμενους, λειτουργία του Δημοσίου.
Για αυτό και η κυβέρνηση εξαντλεί το νομικό αντιαπεργιακό οπλοστάσιο που έχει δημιουργηθεί τα προηγούμενα μνημονιακά χρόνια (με τους νόμους Αχτσιόγλου, Χατζηδάκη, Βορίδη κ.ά.) και με τη συνδρομή της καθόλου ανεξάρτητης Δικαιοσύνης, βγάζει παράνομη κάθε απεργία. Ακόμα και αυτές που αναγκάζονται οι, συνδεδεμένες με τα «κόμματα εξουσίας», συνδικαλιστικές ηγεσίες να κηρύξουν και να υπερασπιστούν.
Έτσι, το τελευταίο διάστημα βλέπουμε μία επανειλημμένη και εκπληκτικά επίμονη επίθεση στην ίδια την ΑΔΕΔΥ, της οποίας οι απεργίες βγαίνουν με εκπληκτική ταχύτητα παράνομες.
Επιπλέον βλέπουμε, επίσης με εκπληκτική ταχύτητα, δικαστική επίθεση στη μεγάλη πλειοψηφία των ομοσπονδιών-μελών της ΑΔΕΔΥ, για το ίδιο ζήτημα, δηλαδή για την απεργία-αποχή από την αξιολόγηση.
Η απεργία-αποχή
Η απεργία-αποχή που κήρυξε η ΑΔΕΔΥ, στις αρχές Μάρτη, από τη νέα αξιολόγηση (Βορίδη), παραπέμφθηκε στα δικαστήρια από τον ίδιο το Βορίδη, μία ώρα αφότου έλαβε το εξώδικο γνωστοποίησής της και κρίθηκε παράνομη από τα… ανεξάρτητα δικαστήρια, την επόμενη εργάσιμη πρωί-πρωί (είχε πινάκιο νούμερο 1 η εκδίκαση της υπόθεσης).
Μέχρι στιγμής, 19 ομοσπονδίες του Δημοσίου επαναπροκήρυξαν την απεργία-αποχή και με αντίστοιχη ταχύτητα, 4 από αυτές προς το παρόν, σύρθηκαν στα δικαστήρια, με τις διατάξεις του διαβόητου νόμου Χατζηδάκη.
Η απόφαση αναμένεται τη Μεγάλη Εβδομάδα και θα εξαρτηθεί από τις ενέργειες και των υπολοίπων ομοσπονδιών της ΑΔΕΔΥ, αλλά και από την επιμονή των συνδικαλιστικών ηγεσιών, που δεν γίνεται να είναι κατώτερη αυτής της κυβέρνησης και του κεφαλαίου.
Υπάρχουν μεγάλες ομοσπονδίες, πχ ΠΟΕΔΗΝ, ΠΟΕ-ΟΤΑ, που έχουν διαφύγει και ακόμα δεν έχουν λάβει εξώδικα, επομένως υπάρχουν αξιοποιήσιμα χρονικά περιθώρια.
Υπό την πίεση της κλιμάκωσης της επίθεσης από κυβερνητικής πλευράς, η ΑΔΕΔΥ έχει αποφασίσει στην πιο πρόσφατη συνεδρίαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της, την επαναπροκήρυξη της απεργίας-αποχής, μόλις χρειαστεί, με απώτερο όριο τη Μεγάλη Δευτέρα (10/4). Αυτό θα σημάνει κάποιες χιλιάδες ευρώ πρόστιμο, αλλά όταν βάλλεται, με αυτόν τον τρόπο, το δικαίωμα στην απεργία εν τέλει, είναι προφανές ότι δεν γίνεται αλλιώς!
Οι δικαστικές διώξεις των ανώτερων συνδικαλιστικών οργάνων του Δημοσίου, έχουν ξεφύγει κι από το καθεαυτό ζήτημα της αξιολόγησης κι επεκτείνονται στο δικαίωμα στην οποιασδήποτε μορφής απεργία.
Η εξέλιξη της υπόθεσης κάνει υποχρεωτική την έκφραση, τουλάχιστον, της αλληλεγγύης στις διωκόμενες ομοσπονδίες και στην ίδια την ΑΔΕΔΥ, με την άμεση προκήρυξη κι από όσες ομοσπονδίες δεν έχουν κηρύξει ακόμα απεργία-αποχή (ανάμεσα σε αυτές, δυστυχώς και η ομοσπονδία στης οποίας το ΓΣ είμαι εκλεγμένο μέλος, η ΠΟΓΕΔΥ).
Επιπλέον, είναι απαραίτητος ο συντονισμός όλων των ομοσπονδιών, για να μη διευκολύνουν την κυβέρνηση και το Βορίδη, που εκφράζει σε κορυφαίο επίπεδο το αντι-δημοσιοϋπαλληλικό μένος της, κηρύσσοντας τώρα, απεργία-αποχή όλες και στηρίζοντας/πιέζοντας την ΑΔΕΔΥ, για την επαναπροκήρυξη μέχρι τις 10 Απρίλη.
Αν υποχωρήσουμε τώρα, θα είναι αυτοκτονική πράξη και υπόκλιση στους συνειδητούς πολιτικούς σχεδιασμούς των μνημονιακών κυβερνήσεων, που προσπαθούν επανειλημμένα να εξοντώσουν και να απενεργοποιήσουν το συνδικαλισμό και την απεργία στους χώρους δουλειάς. Το συνδικαλισμό, που με τραγικό τρόπο στο σιδηροδρομικό έγκλημα των Τεμπών, έδειξε ότι είναι ο μόνος που μπορεί να προστατεύσει εργαζόμενους και χρήστες των υπηρεσιών.